Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

...

Μα όταν θα κλείσεις, όταν θα τελειώσεις,
όταν διαβάσεις πολλά γραμμένα,
θα δεις πως όλα μπορούνε να υπάρχουν
να συνεχίζουν χωρίς εμένα.

 Θα δεις πως όλα μπορούνε να υπάρχουν
να συνεχίζουν χωρίς εσένα.

 


 


Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

 


ΕΘΝΙΚΟΣ  ΥΜΝΟΣ

 

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

 

H ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ 

 

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η Γης, σημαίνουν τα Επουράνια,

σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι,

με τετρακόσια σήμαντρα  κι εξηνταδυό καμπάνες.

Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο Βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης,

κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά  εσειόντανε οι κολόνες.

Να μπούνε στο Χερουβικό και να ’βγει ο Βασιλέας,

φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα:

«Πάψετε το Χερουβικό κι ας χαμηλώσουν  τ' άγια

παπάδες πάρτε τα Ιερά, και σεις κεριά σβηστείτε,

γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.

Μον'  στείλτε  λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουνε τρία καράβια,

το 'να να πάρει το Σταυρό και τ' άλλο το Βαγγέλιο,

το τρίτο το καλύτερο, την Άγια Τράπεζα μας,

μη μας την πάρουν τα σκυλιά  και μας τη μαγαρίσουν ».

Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.

«Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,

πάλι με χρόνους, με καιρούς πάλι δικά μας είναι».                               

                                                ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ - ΘΡΗΝΟΣ

 

ΠΑΡΘΕΝ

Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.

Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

                                                       Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
 
 
 

ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ

Τα χρόνια της τουρκοκρατίας, τα βουνά μας έγιναν το σπίτι τον ηρώων μας, αυτούς που ονομάζουμε κλέφτες και αρματολούς. Ήταν η ελεύθεροι πολεμιστές μας. Ο κλέφτης πολεμιστής ήταν σκληρός στην μάχη, με αγάπη για στην πατρίδα, με σεβασμό στους αδύναμους, γενναίος, φυσικά αγαπούσε την ελευθερία και ποτέ δεν δέχτηκε την καταπίεση και την ταπείνωση των τούρκων κατακτητών. Ακολουθούσαν την τακτική του κλεφτοπόλεμου, χτυπούσαν και έφευγαν. Η τακτική ήταν αιφνιδιασμός. Έπρεπε να ξέρουν τα βουνά για να μην τους πιάνουν οι τούρκοι. Τα κατορθώματά τους πολλά, οι Έλληνες τους τραγούδησαν, ήταν εθνικοί ήρωες, ο λαός έπαιρνε δύναμη από την παλικαριά τους. Κάθε ομάδα κλεφτών στα βουνά, στα Λημέρια υπήρχαν 50 παλικάρια τον αρχηγό τους τον έλεγαν καπετάνιο. Τις επιθέσεις τους τις ονόμαζαν γιουρούσια. Επίσης έχουμε και τους αρματολούς η οποίοι είναι αυτοί που κρατούν άρματα. Μαζί με τους κλέφτες αγωνίστηκαν με ανδρεία, θυσιάστηκαν για την ελευθερία της Ελλάδας. Τιμή και δόξα στους ήρωες, που οφείλουμε σήμερα την ελευθερία μας.

ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΝ. (Α4)

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

«Baσίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
- Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να 'μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».

Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!
- Καλώς το τ' άξιο το παιδί και τ' άξιο παλικάρι».
                                                            

                                                                  ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

ΚΛΕΦΤΙΚΗ ΖΩΗ

Μαύρη μωρέ πικρή είν’ η ζωή
που κάνουμε εμείς οι μαύροι
κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.

Όλη μωρέ, όλη μερούλα
πόλεμο. Όλη μερούλα πόλεμο
το βράδυ καραούλι.

Με φό μωρέ με φόβο τρώμε
το ψωμί. Με φόβο τρώμε το
ψωμί, με φόβο περπατάμε.

Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε.

                     ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 
 

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Σύμφωνα με εκατοντάδες μαρτυρίες Ελλήνων, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας απαγορευόταν να διδάσκεται η ελληνική ιστορία και τα θρησκευτικά ώστε οι Έλληνες να χάσουν την Εθνική τους συνείδηση και να μην ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων κατακτητών.

 Εξαιτίας αυτής της απαγόρευσης πολλοί κληρικοί, μοναχοί, δάσκαλοι και λόγιοι ανέλαβαν πνευματική αντίσταση, διδάσκοντας στα κρυφά μέσα σε εκκλησίες,  σπηλιές και σπίτια, ιστορία και θρησκευτικά στα παιδιά των σκλαβωμένων Ελλήνων. Σε μια πολύ δύσκολη περίοδο του Έθνους και με κίνδυνο της ζωής τους και γενικευμένων αντιποίνων, διέσωσαν για 400 χρόνια τον πολιτισμό μας, τις Εθνικές μας καταβολές και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις μας κρατώντας τες αναλλοίωτες.

 Χάρης σε αυτούς τους εξαιρετικούς θεματοφύλακες του Έθνους μας, τα σκλαβωμένα Ελληνόπουλα μαθαίνανε ότι οι Έλληνες από αρχαιοτάτους χρόνους νικάγανε υπεράριθμους εχθρούς, με όπλα τους την γενναιότητα και την προσευχή στα θεία. Χάρη σε αυτούς τους δασκάλους των κρυφών σχολειών άρχισε να ανάβει η σπίθα στα μυαλά των παιδιών και να γεννιούνται ιδέες όπως ελευθερία, επανάσταση και Έθνος. Ιδέες που από σπίθα γίνανε λαίλαπα με την μορφή της επανάστασης του 1821 οπότε και επαναλήφθηκε η ιστορία που τόσα χρόνια διδασκόντουσαν: μια χούφτα Ελλήνων με την βοήθεια της Παναγίας αποτινάξανε από πάνω τους τον ζυγό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.


Αξίζει να αναφερθεί
ένα σχετικό ποίημα του Ιωάννη Πολέμη:


ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Ἀπ᾿ ἔξω μαυροφόρ᾿ ἀπελπισιά,
πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστὸ σκοτάδι,
καὶ μέσα στὴ θολόκτιστη ἐκκλησιά,
στὴν ἐκκλησιά, ποὺ παίρνει κάθε βράδυ
τὴν ὄψη τοῦ σχολειοῦ,
τὸ φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ
τρεμάμενο τὰ ὀνείρατα ἀναδεύει,
καὶ γύρω τὰ σκλαβόπουλα μαζεύει.

Ἐκεῖ καταδιωγμένη κατοικεῖ
τοῦ σκλάβου ἡ ἁλυσόδετη πατρίδα,
βραχνὰ ὁ παπάς, ὁ δάσκαλος ἐκεῖ
θεριεύει τὴν ἀποσταμένη ἐλπίδα
μὲ λόγια μαγικά,
ἐκεῖ ἡ ψυχὴ πικρότερο ἀγροικὰ
τὸν πόνο τῆς σκλαβιᾶς της, ἐκεῖ βλέπει
τί ἔχασε, τί ἔχει, τί τῆς πρέπει.

Κι ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ψηλά,
ποῦ ἐβούβανε τὰ στόματα τῶν πλάνων,
καὶ ρίχνει καὶ συντρίβει καὶ κυλᾶ
στὴν ἄβυσσο τοὺς θρόνους τῶν τυράννων,
κι ἀπὸ τὴ σιγαλιά,
ποῦ δένει στὸ λαιμὸ πνιγμοῦ θηλιά,
κι ἀπ᾿ τῶν προγόνων τ᾿ ἄφθαρτα βιβλία,
ποῦ δείχνουν τὰ πανάρχαια μεγαλεῖα,

ἕνας ψαλμὸς ἀκούγεται βαθὺς
σὰ μελῳδίες ἑνὸς κόσμου ἄλλου,
κι ἀνατριχιάζει ἀκούοντας καθεὶς
προφητικὰ τὰ λόγια του δασκάλου
μὲ μία φωνὴ βαριά.
«Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη! Ἡ λευτεριὰ
σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει».
 

                                                                       ΣΤΑΘΗΣ ΣΤΕΦ (Α4)

 

 




ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ

Ο Ρήγας Φεραίος ή Ρήγας Βελεστινλής ήταν Έλληνας συγγραφέας, πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτης. Θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης το 1821.

Γεννήθηκε στο Βελεστίνο το 1757 από εύπορη οικογένεια. Τις βασικότερες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του παρέχει ο συνεργάτης και συναγωνιστής του Χριστόφορος Περραιβός. Σύμφωνα με αυτόν ο Ρήγας διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο Βελεστίνο και κατόπιν στα Αμπελάκια. Σε ηλικία 20 ετών έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Τότε σκότωσε κι έναν Τούρκο πρόκριτο που του φέρθηκε δεσποτικά και κατέφυγε στον Όλυμπο και στο Άγιον Όρος. Στο τελευταίο εμπλούτισε τις γνώσεις του στη Βιβλιοθήκη της Αθωνιάδας Σχολής.

Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου γνώρισε τον πρίγκηπα Αλέξανδρο Υψηλάντη τον οποίο ακολούθησε στη Ρουμανία. Εκεί έγινε γραμματέας του Νικολάου Μαυρογένη, ηγεμόνα της Βλαχίας. Έπειτα διέφυγε στη Βιέννη, όπου γνωρίστηκε με τους αδελφούς Πούλιου, που ήταν τυπογράφοι από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας. Εκεί τύπωσε τους Θούριους και τη Χάρτα, την επαναστατική του προκήρυξη η οποία μοιράστηκε στους Έλληνες των υπολοίπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων. Ο Ρήγας επηρεασμένος από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστευε στην ενοποίηση όλου του ελληνικού κόσμου που ήταν διάσπαρτος στην Ανατολή και την Ευρώπη.

Ο Ρήγας συλλαμβάνεται από τις αυστριακές αρχές για την επαναστατική του δράση και συγκεκριμένα για δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη. Η επιστολή με την οποία ο Ρήγας ενημέρωνε για τις προκηρύξεις έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου ο οποίος είτε από φόβο είτε από δολιότητα πρόδωσε το επαναστατικό σχέδιο του Ρήγα. Ο Ρήγας επιχειρεί να αυτοκτονήσει χωρίς επιτυχία. Ο Ρήγας και οι σύντροφοί του παραδίδονται στις αρχές του Βελιγραδίου όπου και στραγγαλίζονται. Τα πτώματά τους πετάγονται στον Δούναβη

ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΖΑΝ. (Α3)

 

 


Ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ


Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;

Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!

Τι σ' ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά.
Βεζίρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής·
δουλεύεις όλ' ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιη.
O Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης είν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί·
κι αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά 'φορμή.

Ελάτε μ' έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν·
οι Νόμοι να 'ν' ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός·
γιατί κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά·
να ζούμε σαν θηρία είν' πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν,
ας πούμ' απ' την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί και, υψώνοντες
τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν τον Όρκον:

«Ω Βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ!
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να 'ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο
Oυρανός
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!»




Η ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Η Ελληνική Επανάσταση ή Επανάσταση του 1821 ήταν η ένοπλη εξέγερση την οποία διεξήγαγαν επαναστατημένοι Έλληνες εναντίον του οθωμανικού στρατού με σκοπό την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Η Φιλική Εταιρεία  ήταν η σημαντικότερη από τις μυστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν για την προετοιμασία επανάστασης του 1821 για την απελευθέρωση των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ιδρύθηκε το έτος 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας  από τον  Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Οι Φιλικοί αφού μυούνταν στην Εταιρεία έδιναν όρκο πίστης και επικοινωνούσαν με κώδικες, ψευδώνυμα και συνθηματικές λέξεις. «Ο μυστικός χαρακτήρας της εξηγεί εν μέρει τον περιορισμένο και αμφίσημο χαρακτήρα των τεκμηρίων που άφησε πίσω της.»

Οι τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας είχαν ως στόχο να προετοιμάσουν μια εξέγερση που θα ελευθέρωνε την Πατρίδα από τον τουρκικό ζυγό. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης όταν ανέλαβε τη θέση του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής ξεκίνησε εσπευσμένα τις εργασίες για την επανάσταση.

Η Φιλική Εταιρεία φρόντιζε και για την συγκέντρωση χρημάτων, με τα οποία αγόραζε όπλα και άλλου είδους πολεμικό υλικό, και εξόπλιζε καράβια με κανόνια και πληρώματα. Όμως πάνω από όλα φρόντιζε για την μύηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων Ελλήνων για την εθνική εξέγερση.

Για εμάς τους Έλληνες η Φιλική Εταιρεία αποτελεί κλασικό παράδειγμα ότι όταν στις συλλογικές μας πράξεις πρυτανεύουν η αποφασιστικότητα, η σύμπνοια και η ενόραση, μπορούμε πολλά να προσφέρουμε στα εθνικά μας θέματα.

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠ. (Α4)

 

 

Ο ΟΡΚΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου. Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.

Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει. Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέρανεπιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.

Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄ όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα. Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εως ού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.

Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα. Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να αποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.

Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.

Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς !  Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν  ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».

 


Η ΑΓΙΑ ΛΑΥΡΑ

Η Αγία Λαύρα είναι ιστορική μονή στα Καλάβρυτα μια από τις αρχαιότερες μονές του ελληνικού και κυρίως του πελοποννησιακού χώρου, γνωστή ως τόπος έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης, σύμφωνα με διαδεδομένη στην Ελλάδα εξιστόρηση. Σύμφωνα με άλλες απόψεις το συγκεκριμένο γεγονός αποτελεί απλώς θρύλο. Ο πολυτιμότερος θησαυρός που βρίσκεται στο μοναστήρι είναι το λάβαρο της ορκωμοσίας των αγωνιστών του 1821 (το παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης του Ναού), η πρώτη, δηλαδή, σημαία του ελληνικού έθνους που βρίσκεται μαζί με τα όπλα των αγωνιστών του 1821.

Κατά τον Μάρτιο του 1821, καθώς πλησίαζε η κήρυξη της Επανάστασης, το μοναστήρι της Αγ. Λαύρας χρησίμευε ως χώρος συγκέντρωσης προεστών της Αχαΐας και άλλων παραγόντων της Επανάστασης, μεταξύ των οποίων και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Σύμφωνα με μερικές πρωτογενείς πηγές την 25 Μαρτίου 1821 έγινε τελετουργική θρησκευτική κήρυξη της Επανάστασης στη Μονή, όταν ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τους συγκεντρωμένους επαναστάτες και ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης στον θόλο του ιστορικού Ναού της Αγίας Λαύρας. Κατ' άλλες πηγές η ίδια τελετή έγινε στις 23 Μαρτίου πάλι στην Αγία Λαύρα και κατ' άλλους στην Πάτρα.

ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΖΑΝ. (Α3)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΪΤ. (Α4)

 

 


ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ

Ο Ολύμπιος Γεωργάκης αποτέλεσε έναν από τους πιο φημισμένους προδρόμους της Ελληνικής Επανάστασης και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Γεννήθηκε στο Λιβάδι του Ολύμπου και καταγόταν από την αρματολή οικογένεια των Λαζαίων. Σε ηλικία 27 ετών έφυγε με πολλούς αρματολούς για την Σερβία όπου και βοήθησε τον Καραγεώργη της Σερβίας στη επανάστασή του κατά των Τούρκων. Το 1803-1806 απογοητευμένος από την κατάσταση που επικρατούσε στη Σερβία, συναντάται στο Βουκουρέστι με τον Κων. Υψηλάντη, δημιουργεί αξιόλογο ελληνικό στρατιωτικό σώμα, διακρίνεται σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων και προάγεται σε συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού. Συνδέεται φιλικά με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος κατά την έναρξη του αγώνα του στον Προύθο, στις 22 Φεβρουαρίου 1821 τον διορίζει αρχιστράτηγο. Μετά την καταστροφή στο Δρατσάνι, ο Γεωργάκης Ολύμπιος συνέχισε μόνος τον αγώνα ως τον Σεπτέμβριο του 1821. Πολεμώντας με ισχυρά τουρκικά στρατεύματα, κλείστηκε στο μοναστήρι Σέκου, στην Μολδαβία. Στο μοναστήρι αγωνίστηκε για πολύ καιρό εναντίον των πολιορκητών. Όταν όμως του έλειψαν το νερό και τα τρόφιμα έβαλε φωτιά στην μπαρουταποθήκη  και τινάχτηκε στον αέρα μαζί με τους 11 συντρόφους του.

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΛ. (Α3)



ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες - οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο οποίος έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατά άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το ως ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες. Κατέλαβε τη γέφυρα της Αλαμάνας και στις 23 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε στη Λαμία δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό από τους Τούρκους στις 24 Απριλίου 1821.

 



Το τραγούδι του:

 

Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι

το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι

το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.

"Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.

Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;

- Νουδ' ο Καλύβας έρχεται, νουδ' ο Λεβεντογιάννης,

Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες".

Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.

Ψιλή φωνήν εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.

"Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παληκάρια,

δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες

γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα,

πούναι ταμπούρια δυνατά κι 'όμορφα μετερίζια".

Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά ντουφέκια,

στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.

"Καρδιά παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε...

 

ΑΝΤΩΝΙΑ ΣΑΜ. (Α3)

 

 


ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

O Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν έλληνας αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της επανάστασης του 1821 οπλαχηργός. Απέκτησε το προσονύμιο «Γέρος του μοριά» Μετά θάνατον τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία με τον βαθμό του στρατάρχη. Γενήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσηνίας το 1770. Κατάγοταν από φημισμένη οικογένεια. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Πρωταγωνίστησε σε πολλές μάχες όπως στην νίκη στο Βαλτέτσι, στην άλωση της Τριπολιτσάς και στα Δερβενάκια . Διέθετε ευφυία τόλμη και στρατηγικό νού. Στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ο ίδιος και ο γιός του φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο. Τον αποφυλάκισαν  όμως για να βοηθήσει στον  αγώνα. Το 1833 οι διαφωνίες του με την αντιβασιλεία των οδήγησαν πάλι στης φυλακές στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Το 1843, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό έρχοντας επιστρέψει  από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα όπου τα τελευτέα  χρόνια ήταν  υπασπιστής του Όθωνα. Κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. 

ΕΛΕΝΗ ΝΟΜ. (Α3)

ΧΑΡΗΣ ΤΖ. (Α4)

 


Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Πρόκειται για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γεγονότα της Επανάστασης του 1821. Σημάδεψε τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία και προκάλεσε τη συγκίνηση σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, γιγαντώνοντας την υποστήριξη στον δοκιμαζόμενο λαό που πολεμούσε κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας (15 Απριλίου – 12 Δεκεμβρίου 1825) το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Οι επιθέσεις τους συντρίβονταν εύκολα ή δύσκολα από τους υπερασπιστές της πόλης.

Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου

Τρία χρόνια μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης του Μεσολογγίου από τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη, ο Σουλτάνος είχε επανέλθει με νέο σχέδιο. Ανέθεσε και πάλι στον νικητή της Μάχης του Πέτα, Κιουταχή, να καταλάβει την πόλη, συνδυάζοντας αυτή τη φορά την επιχείρηση με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Με μια πανίσχυρη στρατιά 20.000 ανδρών, ο Κιουταχής ξεκίνησε από τα Τρίκαλα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1825 και στις 15 Απριλίου 1825 βρισκόταν προ των πυλών του Μεσολογγίου, κηρύσσοντας την έναρξη της πολιορκίας. Το φρούριο της πόλης μετά την πρώτη πολιορκία είχε βελτιωθεί, χάρη στις προσπάθειες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του λόρδου Βύρωνος και του μηχανικού Μιχαήλ Κοκκίνη.

Η Έξοδος

Ήταν 10 Απριλίου του 1826 όταν οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι πραγματοποίησαν την ηρωική Έξοδο. Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι κάτοικοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) λιμοκτονούσαν προσπαθώντας να σιτιστούν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες.

Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, και έχοντας να αντιμετωπίσουν εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 κάτοικοι του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί έναν χρόνο. Την ύστατη στιγμή προτίμησαν την ηρωική έξοδο από την παράδοση στα χέρια των πολιορκητών.

Η έξοδος ορίστηκε τη νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου). Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν  τούς μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης.

Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την ουσιαστική παύση της Επανάστασης εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού.

Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαΐου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις» και η Κυριακή των Βαΐων ορίστηκε ως επέτειος της εξόδου.

ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΖΑΝ. (Α3)

 



ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ

Η Μαντώ Μαυρογένους ήταν ελληνίδα αγωνίστρια της ελληνικής επανάστασης το 1821 και κατάγονταν από ένα νησί των Κυκλάδων τη Μύκονο. Γεννήθηκε το 1896 στην Τεργέστη και μετά από διώξεις εξοργίστηκε και πέθανε φτωχή τον Ιούλιο του 1848 καθώς είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα. Με δικά της έξοδα και με πλοία εξοπλισμένα καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες. Επίσης αργότερα πολέμησε στην Κάρυστο στην Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Αργότερα δημιούργησε έναν στόλο έξι πλοίων και πεζικό αποτελούμενο από δεκαέξι λόχους με πενήντα άνδρες το καθένα, έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο το 1822 και χρηματοδότησε την εκστρατεία της Χίου αλλά δεν κατάφερε να εμποδίσει την σφαγή της. Για τον εφοδιασμό διακοσίων ανδρών πούλησε τα κοσμήματά της . Από τον Ιωάννη Καποδίστρια τιμήθηκε με το βαθμό της αντιστράτηγου.

ΑΛΚΜΗΝΗ ΗΛ. (Α4)

 


ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ

Η Λασκαρίνα "Μπουμπουλίνα" Πινότση (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαΐου 1771 - Σπέτσες, 22 Μαΐου 1825) ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Πιθανότατα, υπήρξε η πιο σπουδαία γυναίκα που έλαβε μέρος στην επανάσταση. Μετά θάνατον, έλαβε τιμητικά από την Ελληνική Πολιτεία το βαθμό της Υποναυάρχου. Πολέμησε ηρωικά το 1821. Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από την 'Υδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της εκεί ο φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος. Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην 'Υδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια. Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση. Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Ιωάννη,τον Γεώργιο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της: την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο. Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα. Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.

Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την ελληνική ιστορική της κληρονομιά και τι συμβόλιζε το όνομα του πλοίου της. 


Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κανάκης, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α'. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί. Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη. Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.

Στις 30 Νοεμβρίου του 1822 το νεοσύστατο κράτος του Ναυπλίου της έδωσε  ολόκληρη την πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος . Όμως το  1824  ξέσπασε  εμφύλιος πόλεμος και εκείνη αναγκάστηκε να φύγει και να εγκατασταθεί  στις Σπέτσες .Ο μικρότερος γιος της Μπουμπουλίνας ερωτεύτηκε την κόρη μιας πολύ πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων, προκρίτων στις Σπέτσες. Όμως, οι Κουτσαίοι δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε  παρατήσει τα οικονομικά.  Οι δύο νέοι όμως κλέφτηκαν και πήγαν στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα. Η Μπουμπουλίνα πήγε και αυτή στο σπίτι ενώ λίγο αργότερα έφτασαν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής.  Έτσι στις  22 Μαΐου  1825  κατά τη διάρκεια λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, o Ιωάννης Κούτσης πυροβόλησε και σκότωσε τη Μπουμπουλίνα. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο, μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά για γυναίκα.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΡΙΣ. (Α3)

ΜΑΡΙΛΗ ΑΝΔΡ. (Α4)

 


ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ

Ο Ανδρέας Βώκος, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Ανδρέας Μιαούλης ήταν Έλληνας καραβοκύρης, πολιτικός και ναύαρχος που διαδραμάτισε με πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ασχολήθηκε με την ναυτιλία αποκτώντας σημαντική περιουσία ενώ κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1821 ανέλαβε την αρχηγία του ελληνικού στόλου συμμετέχοντας με επιτυχία σε πλήθος ναυμαχιών. Αρχικά ανέλαβε την αρχηγία του στόλου της Ύδρας και εν συνεχεία την αρχηγεία του ελληνικού στόλου. Υπό την διοίκησή του ο ελληνικός στόλος συμμετείχε νικηφόρα στις ναυμαχίες των Πατρών, των Σπετσών, της Σάμου, του Γέροντα, της Μεθώνης και του κάβο Μπαμπά. Απεβίωσε στον Πειραιά, και ενταφιάστηκε στην σημερινή Ακτή Μιαούλη. Υπήρξε ο γενάρχης των Μιαούληδων, πολυάριθμα μέλη της οποίας διετέλεσαν αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και πολιτικοί με σημαντικότερο τον γιο του, Αθανάσιο Μιαούλη, που διετέλεσε πρωθυπουργός του ελληνικού κράτους. Η προσφορά του τιμάται κάθε χρόνο στα Μιαούλεια, φεστιβάλ το οποίο είναι αφιερωμένο στη στρατιωτική δράση του Ανδρέα Μιαούλη κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων (1821- 1827).

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΡΟΥΜ.  (Α3)

  

Υδατογραφία των Δ. Ζωγράφου - Ι. Μακρυγιάννη με θέμα τις μάχες της Κρήτης. Μεταξύ άλλων στο υπόμνημα: " Η νήσος Κρήτη με τα κάστρα της και τα χωριά της. Πολεμούν οι Έλληνες και από μέσα απ' τα φρούρια οι Τούρκοι".

 

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ

Η Ελληνική Επανάσταση στην Κρήτη, ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1821. Μέλη της Φιλικής Εταιρείας μύησαν πλοιοκτήτες των Σφακίων για τον ξεσηκωμό του Γένους και όταν αυτοί θα φέρουν στην Κρήτη την είδηση της εθνεγερσίας και το ξέσπασμα της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, οι Κρητικοί αποφάσισαν να εξεγερθούν και αυτοί. Ήδη είχαν προηγηθεί πολλές επαναστάσεις στην Κρήτη οι οποίες είχαν πνιγεί στο αίμα με αποκορύφωμα την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770.

Την Μεγάλη Πέμπτη 7 Απριλίου του 1821 στα Γλυκά Νερά Σφακίων, οι Σφακιανοί πρόκριτοι συναντήθηκαν μυστικά και αποφάσισαν να επαναστατήσουν, αλλά και να ειδοποιήσουν οπλαρχηγούς και πρόκριτους με ελληνική συνείδηση από όλο το νησί, ώστε να φουντώσει ταυτόχρονα ο αγώνας σε όλη την Κρήτη. Έτσι, στις 15 Απριλίου του 1821 στο Λουτρό Σφακίων επικυρώθηκε η απόφαση για την έναρξη του ξεσηκωμού και συγκαλείται λαϊκή συνέλευση για τις 29 Μαΐου του 1821 στην Παναγιά την Θυμιανή εκκλησία του 15ου αιώνα στα Σφακιά, εκεί όπου από τους ερχόμενους από όλο το νησί αγωνιστές οριστικοποιείται η κήρυξη της Επανάστασης και εκλέγονται οι αρχηγοί του αγώνα. Από τότε η Παναγία η Θυμιανή θεωρείται η «Αγία Λαύρα» της Κρήτης.

Οι πληροφορίες, λοιπόν, για ξεσηκωμό των Κρητικών εξαγρίωσαν τους Τούρκους, που συνέλαβαν, βασάνισαν και απαγχόνισαν τον επίσκοπο Κίσσαμου, αλλά προχώρησαν και σε κακοποιήσεις χριστιανών στα Χανιά στις 19 Μαΐου του 1821. Στις 21 Μαΐου 1821 οργανώθηκε στο Λουτρό των Σφακίων, ως απάντηση στις Τουρκικές αγριότητες, η "Καγκελλαρία", μία τοπική κυβέρνηση, και έτσι κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση. Η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών έγινε στις 14 Ιουνίου 1821 στο Λούλο των Χανίων, όπου εξοντώθηκε ένα σώμα γενιτσάρων από τα Χανιά και σκοτώθηκε ο αρχηγός τους, ο Ταμπουρατζής, από Σφακιανούς οπλαρχηγούς. Οι Τούρκοι απάντησαν με σφαγές, λεηλασίες σπιτιών, μαγαζιών και εκκλησιών στα Χανιά. Στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου οι Κρητικοί νίκησαν στο Ζουρίδι αλλά και στις Καλύβες και στο Βοθειακό με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Πωλογεωργάκη και Μεληδόνη. Στις αρχές του Ιουλίου οι Έλληνες, νίκησαν στο χωριό Γάλλου και ανάγκασαν τους Τούρκους, που στόχευαν να καταπνίξουν την επανάσταση στα Σφακιά, να επιστρέψουν στο Ρέθυμνο. Μία ακόμη μεγάλη νίκη κέρδισαν οι Έλληνες στους Λάκκους εναντίον του Λατίφ Πασά των Χανιών. Παρά την νίκη των Ελλήνων στις Αλίακες (19 Αυγούστου 1821) οι Τούρκοι έφτασαν στα Σφακιά, νικώντας τους Σφακιανούς στο Ασκύφου (29 Αυγούστου 1821). Πολλά γυναικόπαιδα θανατώθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν και όσα μπόρεσαν κατέφυγαν στη Γαύδο.

Παρά την νίκη τους οι Τούρκοι γνώριζαν ότι η επανάσταση δεν είχε κατασταλεί, αφού πολλοί πολεμιστές είχαν καταφύγει σε ορεινές περιοχές. Όταν η κρητική επανάσταση άρχισε να καταπνίγεται, πολλοί κρητικοί επαναστάτες έφυγαν να πολεμήσουν στην Στερεά Ελλάδα. Μάλιστα, διακόσιοι γενναίοι κρητικοί ενσωματώθηκαν στον στρατό του Καραϊσκάκη και μερικοί έγιναν οπλαρχηγοί του και πολέμησαν στο πλευρό του. 

Δυστυχώς, παρά τους αγώνες των γενναίων κρητικών και τους χιλιάδες νεκρούς αγωνιστές, η Κρήτη ελευθερώθηκε μετά από πολλές δεκαετίες και νέες θυσίες.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΓ. (Α4)

 

 


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΡΚΑΔΙΟΥ

 

Η Ιερά Μονή Αρκαδίου είναι ιστορική Μονή στην Κρήτη, η οποία βρίσκεται σε ένα μικρό εύφορο και κατάφυτο οροπέδιο, κοντά στο όρος Ψηλορείτης, πάνω από φαράγγι, που συνδέει τις επαρχίες Ρεθύμνου, Μυλοποτάμου και Αμαρίου.

Η ίδρυσή της τοποθετείται στη δεύτερη Βυζαντινή περίοδο (961-1204) ή στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας στην Κρήτη, από έναν μοναχό με το όνομα Αρκάδιος. Αρχικά ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη αλλά το μικρό εκκλησάκι, στη μέση του οροπεδίου, αντικαταστάθηκε από ένα μεγαλοπρεπή δίκλιτο ναό το 1587, όπως μαρτυρά ανάγλυφη επιγραφή στη βάση του καμπαναριού. Μέχρι το έτος 1600 μ.Χ., είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή όλου του κάστρου-μοναστηριού που βλέπουμε μέχρι σήμερα με ελάχιστες αλλαγές μέσα στη διάρκεια των χρόνων.

Από τις λίγες, πάντως, και αποσπασματικές πληροφορίες πού διαθέτουμε από τις πηγές συνάγεται ότι η μονή Αρκαδίου αποτέλεσε σημαντικό μοναστηριακό κέντρο με ακμαία πνευματική και οικονομική ζωή και μεγάλη ακτινοβολία στον Ορθόδοξο κόσμο. Το 17ο αιώνα υπήρξε ένα πολύ γνωστό κέντρο κέντρο παιδείας και αντιγραφής χειρογράφων, τα δε εργαστήρια παραγωγής χρυσοκεντημάτων κατά το 17ο και 18ο αιώνα θάμπωσαν τον κόσμο.

Από όποια θέση την έταξε η ιστορική πορεία της, η συμμετοχή της σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του τόπου ήταν ανάλογη με την πνευματική προσφορά της. Έτσι η Μονή έδωσε το δικό της παρόν στον αγώνα ενάντια στη σκλαβιά. Κατά την επανάσταση του 1821 οι μοναχοί συμμετέχουν και πρωτοστατούν στα γεγονότα. Η Μονή καταστράφηκε και λεηλατήθηκε, οπότε και αναγκαστικά εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς για ένα μικρό διάστημα. Πολύ σύντομα επέστρεψαν.

Από την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα άρχισε να εξελίσσεται σε αξιόλογη θρησκευτική και εθνική εστία, όπου και διαδραματίσθηκε το δραματικότερο επεισόδιο της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης (1866-1869), το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, τη νύκτα της 8ης προς την 9η Νοεμβρίου 1866, ένα από εκείνα τα σπάνια γεγονότα, τα οποία λαμπρύνουν την ιστορία του Έθνους και παραμένουν ανεξίτηλα ορόσημα στη μνήμη όλων μας. Η μονή Αρκαδίου από την πρώτη στιγμή της Επανάστασης υπήρξε το επίκεντρο των αγώνων λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της σημασίας. Ο τουρκικός στρατός, αποτελούμενος από 15.000 τακτικό στρατό και υποστηριζόμενος από τριάντα κανόνια, υπό τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, εκστράτευσε εναντίον της Μονής. Παράλληλα ζήτησε από τον ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη να παραδοθεί. Η απάντηση του ηγούμενου όμως ήταν αρνητική. Στο μοναστήρι υπήρχαν 964 ψυχές, 325 άνδρες και οι υπόλοιποι γυναικόπαιδα. Η επίθεση ξεκίνησε στις 8 Νοεμβρίου, τη δεύτερη όμως ημέρα η εξωτερική γραμμή άμυνας διασπάστηκε, σκοτώθηκε ο Ηγούμενος Γαβριήλ και οι Τούρκοι εισήρθαν στον περίβολο της Μονής. Όλοι οι πολιορκημένοι, εξαντλημένοι και με βέβαιη την αιχμαλωσία, κλείστηκαν πολεμιστές και γυναικόπαιδα στην πυριτιδαποθήκη. Ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης πυροδότησε τα βαρέλια με το μπαρούτι προκάλεσε την καταστροφή της Μονής και τον θάνατο πολλών Ελλήνων αλλά και πολλών Τούρκων εισβολέων. Ο κρότος της έκρηξης, ήταν τόσο δυνατός που λέγεται ότι ακούστηκε μέχρι το Ηράκλειο. Μετά την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης ο Ιωάννης Δημακόπουλος συνέχισε να μάχεται κατά των Τουρκαλβανών στον περίβολο της Μονής, όμως ο ίδιος την 9η Νοεμβρίου αποφάσισε να παραδοθεί στον τακτικό τουρκικό στρατό, και την επομένη μέρα εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό όπως και οι περισσότεροι αιχμάλωτοι.

Από όλες τις θυσίες που προσέφερε η Κρήτη μεσουρανεί το Αρκάδι. Η μονή Αρκαδίου ύψωσε το αίτημα της κρητικής ελευθερίας και ξεσήκωσε τα φιλελληνικά αισθήματα της Ευρώπης, αλλάζοντας τη νοοτροπία και την τακτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι στο Κρητικό ζήτημα.

Μετά την καταστροφή της, το 1866, η Ιερά Μονή Αρκαδίου ανοικοδομήθηκε πλήρως και αναστηλώθηκε ακριβώς όπως ήταν πριν. Μόνο ένα μισοκαμένο τέμπλο στα αριστερά της Αγίας Τράπεζας και μια μπάλα κανονιού σφηνωμένη στο κυπαρίσσι στα δεξιά της εκκλησίας μαρτυρούν το αίμα που χύθηκε πριν από περίπου 150 χρόνια.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΓ. (Α4)