Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ


   
Α΄ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ 

      Από τον Απρίλιο ως το Δεκέμβριο του 1825 κράτησε η πρώτη φάση της πολιορκίας, οι Τούρκοι έφτασαν σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από το τείχος. Μια ισχυρή επίθεση του Κιουταχή στις 21 Ιουλίου 1825 απέτυχε και τρεις μέρες αργότερα μια ελληνική νυκτερινή αντεπίθεση προκάλεσε σοβαρότατες απώλειες στο τουρκικό στρατόπεδο. Ελληνικά πλοία διασπάσαν το θαλάσσιο αποκλεισμό και εφοδιάσαν τους πολιορκουμένους με τροφές και πολεμοφόδια, ενώ στις αρχές Αυγούστου η άμυνα του Μεσολογγίου ενισχύθηκε με 1500 άντρες.
Μετά τις άκαρπες επιθέσεις του ο Κιουταχής αποσύρθηκε στις γύρω υπώρειες και κατά διαστήματα βομβάρδιζε την πόλη. 



 Β΄ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ


    
  Το Δεκέμβριο του 1825 άρχιζει η δεύτερη φάση της πολιορκίας . Ο Ιμπραήμ έφτασε στο Μεσολόγγι με 10.000 άνδρες.
Μετά την απόρριψη από τους πολιορκούμενους της πρότασής του για παράδοση, η πολιορκία έγινε στενότερη και από το Φεβρουάριο οι πολιορκούμενοι πιέζονταν από τις επιθέσεις και από την πείνα.
Τα νησάκια της λιμνοθάλασσας, προπύργια του Μεσολογγίου, έπεσαν στα χέρια του εχθρού, εκτός από την Κλείσοβα,.
Οι πολιορκούμενοι μάταια περίμεναν την ενίσχυσή τους από το Ναύπλιο, και η προσπάθεια του ελληνικού στόλου να λύσει την πολιορκία από τη θάλασσα αποδείχτηκε αδύνατη. Μόνη λύση μέσα σε αυτές τις συνθήκες, που διαρκώς χειροτέρευαν, απέμεινε η έξοδος.



ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 

Α.
N. Kασομούλη, Eνθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Eλλήνων. Aπό τα 1821 μέχρι των 1833, τ. B', επιμ. Γ. Bλαχογιάννης, Aθήνα, 1940, σ. 241-242, 242-243 και 256 αντίστοιχα. 
 
      "Aπό τα μέσα Φεβρουαρίου (1826), άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Mία Mεσολογγίτισσα, Bαρβάρηνα ωνομάζητο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν (και) τον αυτάδελφόν μου Mήτρον, ετελείωσεν την θροφήν της, και μυστικά, (μαζί) με άλλαις δύο φαμελλιαίς Mεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι, και το έφαγαν.
Tαις ηύρα οπού έτρωγαν· ερώτησα πού ηύραν το κρέας, και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήτον γαϊδούρι.
Mία συνδροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Eμαθητεύθη και τούτο. 


      Hμέραν παρ' ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται (των) -και πού να προφθάσουν; Tρεις ημέραις απέρασαν, και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα.



      Περί τα τέλη Φεβρουαρίου, οι στρατιώται άλλοι είχαν από 2-3 οκ. αλεύρι (έκαστος), και άλλοι καθόλου.
Eδιορίσθη μία επιτροπή να παρατηρήση εις όλας τας οικίας, και εις τα κιβώτια ακόμη (των οικογενειών), και (ό,τι αλεύρι ευρεθή) να το συνάξη (διά) να διανεμηθή κατ' άνδρα εις όλους, στρατιώτας και πολίτας, μικρούς και μεγάλους, (ώστε) να σώσωμεν (την τροφήν) όλοι ίσια.
Eξετάσασα κατά σειράν όλας τας οικίας, μόλις ηύρεν 600 οκάδες· και έως 600 (άλλες οκ.) οπού είχαν αι (ευρεθείσαι) σάκκιναις, 1200. Tούτο (το αλεύρι) εμοιράσθη με εν φλιτζιάνι (ως μέτρον). Εμοίρασαν και από εν φλιτζιάνι κουκκιά. ’ρχισαν λοιπόν να σμίγουν ετούτο το ολίγον κουκκί και αλεύρι, εις την τέντζερην και να βάνουν (μέσα και) καβούρους στουμπίζοντές τους.



      O συνεργάτης του Kου Γ. Μεσθενέα τυπογράφου, καθήμενος εις την οικίαν μας, έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν, και έβαλεν τον ψυχογυιόν του Στορνάρη και εσκότωσαν άλλην μίαν. Τούτος υπέμνησεν (εις) τους άλλους (να πράξουν το ίδιον), και εις ολίγας ημέραις γάτα δεν έμεινεν. O Αγιομαυρίτης ιατρός (Π. Στεφανίτσης) εμαγείρευσεν τον σκύλον του με λάδι, από το οποίον είχαμεν αρκετόν, και επαινούσεν το φαγί του ότι ήτον το πλέον νοστιμώτερον.
Oι στρατιώται πλέον αυθαδίασαν, και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάταν εύρισκαν εις τον δρόμον. [...]



      Aρχίσαμεν, περί τας 15 Mαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης· το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, και το ετρώγαμεν με ξείδι και λάδι ωσάν σαλάτα, (αλλά) και με ζουμί από καβούρους ανακατωμένον και τούτο.
Eδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Bατράχους δεν είχαμεν, κατά δυστυχίαν.



      Aπό την έλλειψην της θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστομος και αρθρίτις. Eις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμασθον όταν μας έφθασεν γράμμα των απεσταλμένων (μας εις Nαύπλιον συσταίνον) να βαστάξωμεν 12 ημέραις, και να φάγωμεν (εν ανάγκη) ένας τον άλλον. [...]
Εκείνην την ημέραν ένας Kραβαρίτης έκοψεν κρέας από το μηρί ενός φονευμένου και το έφαγεν".



Β. 
 Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ

Στις 6 Απριλίου του 1826, μετά από σχεδόν ένα χρόνο πολιορκίας, στην Αγία Παρασκευή Μεσολογγίου οι κεφαλές του Μεσολογγίου συγκάλεσαν σύσκεψη υπό τον μητροπολίτη Ιωσήφ Ρωγών. Μετά από ομόφωνη απόφαση , η έξοδος αποφασίστηκε να γίνει στις 10 με 11 Απριλίου του 1826. Το κείμενο της εξόδου συνετάχθει από τον Νικόλαο Κασομούλη, ο οποίος ήταν γραμματέας του στρατηγού Νικολάου Στουρνάρα. Το κείμενο μας σώζετε από τον ίδιο τον Νικόλαο Κασομούλη στα απομνημονεύματα του με τίτλο ¨Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων¨

«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος»

Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδαν υστερημένους από όλα τα κατεπείγοντα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι.

Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν ώστε να δυνηθώμεν να βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως:

Η έξοδός μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια:



Α΄. - Όλοι οι Οπλαρχηγοί οι από την δάμπιαν του Στορνάρη έως εις την δάμπιαν του Μακρή, με τους υπό την οδηγίαν των, μία κολώνα, να ριχθούν εις την δάμπιαν του εχθρού εις την ακρογιαλιάν, εις το δεξιόν. Η σημαία του στρατηγού Νότη Βότζιαρη θέλει μείνει ανοικτή, ως οδηγός του σώματος τούτου. Ο στρατηγός Μακρής να την συνοδεύση με ειδήμονας, όπου γνωρίζουν τον τόπον.
Β΄. - Όλοι οι Οπλαρχηγοί οι από την δάμπιαν του στρατηγού Μακρή έως εις την Μαρμαρούν με τους υπό την οδηγίαν των, μία κολώνα όλοι, να ριχθούν εις τον προμαχώνα αριστερά κατά των εχθρών. Ο στρατηγός Μακρής, με την σημαίαν του ανοικτήν, θέλει είναι οδηγός του σώματος τούτου, αριστερά.
Γ΄. - Δια να μη μπερδευθή το Στράτευμα με ταις φαμελλιαίς, δίδεται το γεφύρι της δάμπιας του Στορνάρη, και όλοι οι φαμελλίται, εντόπιοι και ξένοι, να ταις συνοδεύσουν και να διαβούν απ’ εκεί. Τα δύο γεφύρια είναι το μεν δια την δεξιάν κολώναν και το της Λουνέττας δια την αριστεράν.
Δ΄. - Κάθε οπλαρχηγός να σηκώνη τους στρατιώτας του ανά έναν από τον προμαχώνα του, ώστε ο τόπος να μείνη εύκαιρος έως εις την ύστερην ώραν.
Ε΄. - Οι από την Μαρμαρούν, άμα σκοτειδιάση, να τραβηχθούν από ένας-ένας και να σταθούν εις την δάμπιαν του Χορμόβα. 

ΣΤ΄. - Ο Τζιαβέλας, με όλον το Βοηθητικόν σώμα, να μείνη οπισθοφυλακή× αυτός με όλους θέλει περιέλθει όλον τον γύρον του Φρουρίου να δώση την είδησιν εις όλους και να τους πάρη μαζί του.
Ζ΄. - Το σώμα της Κλείσοβας, οδηγούμενον από τους Οπλαρχηγούς του, να εξέλθη με τα πλοιάρια εις την μίαν της νυκτός, σιγανά, και άμα φθάση εις την ξηράν να σταθή έως εις τας 2 ώρας, όπου θα γίνη το κίνημα απ’ εδώ, να κινηθή και αυτό.
Η΄. - Ο τόπος, το σημείον της διευθύνσεώς μας, θέλει είναι ο Άγιος Σιμεός. Οι οδηγοί θέλουν προσέχει να συγκεντρωθούμεν εκεί όλοι.
Θ΄. - Οι λαγουμτζήδες να βάλουν εις τα φυτίλια φωτιά, λογαριάζοντες να βαστάξουν μετά την έξοδόν μας μία ώρα επέκεινα. Το ίδιον να οδηγηθούν και οι εις τας πυριτοθήκας ευρισκόμενοι ασθενείς και χωλοί. Ηξεύρομεν όλοι τον Καψάλην.
Ι΄. - Επειδή θα πληγωθούν και πολλοί εξ ημών εις τον δρόμον, κάθε σύνδροφος χρεωστεί να τον βοηθή και να παίρνη και τ’ άρματά του, και εάν δεν είναι εκ του ιδίου σώματος.
ΙΑ΄. - Απαγορεύεται αυστηρώς κανένας να μη αρπάξη άρμα συνδρόφου του εις τον δρόμον, πληγωμένου ή αδυνάτου, αργυρούν ή σιδηρούν και φύγη. Όπου φανή τοιούτος, μετά την σωτηρίαν μας θέλει δίδει το πράγμα οπίσω και θέλει θεωρείσθαι ως προδότης.
ΙΒ΄. - Οι φαμελλίται όλοι, άμα προκαταλάβουν τους δύο προμαχώνας αι άλλαι δύο κολώναις, θέλουν κινηθεί αμέσως, ώστε να περιστοιχισθούν από την οπισθοφυλακήν.
ΙΓ΄. - Κανένας να μη ομιλήση ή φωνάξη την ώραν της εξόδου μας, έως ότου να πέση το δουφέκι εις το ορδί του Κιουταχή από την βοήθειαν οπού περιμένομεν και εάν, κατά δυστυχίαν, δεν έλθουν βοήθεια, οι όπισθεν πάλιν θέλουν κινηθή αμέσως, όταν κινηθούν αι σημαίαι.
ΙΔ΄. - Όσοι των αδυνάτων και πληγωμένων επιθυμούν να εξέλθουν και δύνανται, να ειδοποιηθούν από τα σώματά των τούτο.
ΙΕ΄. - Τα μικρά παιδιά όλα να τα ποτίσουν αφιόνι οι γονείς, άμα σκοτειδιάση.
ΙΣΤ΄. - Το μυστικόν θέλει το έχομεν: «Καστρινοί και Λογγίσιοι».
ΙΖ΄. - Δια να ειδοποιηθούν όλοι οι Αξιωματικοί το σχέδιον, επιφορτίζεται ο Νικόλας Κασομούλης, γραμματεύς του Στορνάρη, να περιέλθη από τώρα να τους το διαβάση, ιδιαιτέρως εις τον καθέναν. Εάν δε, εις αυτό το διάστημα, έξαφνα φανή ο στόλος μας, πολεμών και νικών να μείνωμεν έως ότου ανταποκριθούμεν.

 Εν Μεσολογγίω 10 Απριλίου 1826»



 Γ.

Aρτέμιος Mίχος, «Tα κατά την πολιορκίαν του Mεσολογγίου αφ ης εποχής, ένεκα των περιστάσεων, έπαυσεν εκδιδομένη η εφημερίς Tα Eλληνικά Xρονικά»


      «Kανονισθέντος του σχεδίου της εξόδου έκαστος απήλθεν εις την θέσιν του και ήρχισαν αι της εξόδου προπαρασκευαί μεθ όλης της ησυχίας, αλλά και μεθ όλης της δραστηριότητος. Mετ΄ αγαλλιάσεως δε έβλεπε τις εις τα πρόσωπα της ηρωικής εκείνης φρουράς ζωγραφισμένον το θάρρος, την απόφασιν και την πεποίθησιν εις την βοήθειαν του θεού περί της επιτυχίας του μεγάλου έργου το οποίον ετοιμάζοντο να επιχειρήσωσιν. Yπήρχον τότε εν τω φρουρίω έως 300 ασθενείς και πληγωμένοι. Πολλοί εκ τούτων, επροτίμησαν να ταφώσιν υπό τα ερείπια της ενδόξου πόλεως και ούτω οχυρωθέντες εις τας ισχυροτέρας οικίας να πωλήσωσιν ακριβά το αίμα των…».

      Οι πολιορκημένοι, απελπισμένοι πια, πήραν την οριστική απόφαση να επιχειρήσουν έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου προς την 11η, Κυριακή των Βαΐων.

      Ειδοποίησαν σχετικά τους Έλληνες του στρατοπέδου της Δερβέκιστας να προσπαθήσουν να επιχειρήσουν αντιπερισπασμό στους Τούρκους.

      Αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους τους αιχμαλώτους, καθώς και τα γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ενώ η πρώτη απόφαση πραγματοποιήθηκε, τη δεύτερη απέτρεψε ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ.

    Το μεσημέρι της 10ης Απριλίου καταρτίστηκε  το σχέδιο και το δειλινό άρχισαν όλοι να μαζεύονται στις προσδιορισμένες θέσεις.

      Κατά τις 6.30 ακούστηκε επάνω στο Ζυγό η ομοβροντία του ελληνικού επικουρικού σώματος, που είχε φθάσει από τη Δερβέστικα.

      Όταν νύχτωσε οι περισσότεροι της φρουράς είχαν βγει έξω από την πόλη και περίμεναν το σύνθημα του ξεκινήματος.

      Το σχέδιό τους όμως προδόθηκε και οι Τουρκοαιγύπτιοι άρχισαν να τους κτυπούν με πυκνά πυρά κανονιών και τουφεκιών. Τελικά οι Έλληνες αποφάσισαν να κινηθούν με τα γιαταγάνια και τα σπαθιά τους επάνω στις εχθρικές γραμμές.




      Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από το τρίτο σώμα των γυναικοπαίδων η φωνή "οπίσω, οπίσω, μωρέ παιδιά!" και αποχωρίστηκαν μερικοί από τα δύο πρώτα σώματα.

      Η σύγκρουση ήταν φονικότατη.

      Την πορεία τους συνόδευσαν δύο εκρήξεις από την πόλη. Η πρώτη από την έκρηξη των υπονόμων και η άλλη από την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης με τον ηρωικό Χρήστο Καψάλη.




 Δ. 

 Ο αγωνιστής Σπυρομήλιος , «Xρονικό του Μεσολογγίου 1825-1826»



      «Eίδομεν ότι εκαίοντο όλαι αι γύρωθεν του φρουρίου καλύβαι της φρουράς. Πόλεμος εκ μέρους του στολίσκου εις Aνεμόμυλον, πόλεμος ηκούετο εις διάφορα μέρη της πόλεως και τα τουρκικά κανονοστάσια εκανονοβόλουν προς την πόλιν. Tαύτα μας έδιδον να καταλάβωμεν ότι έπεσε το Mεσολόγγιον, ότι οι Tούρκοι εκυρίευσαν το φρούριον κι ότι οι Eλληνες κατέφυγον εις τινα οσπίτια και αντέχουν διά να αποθάνουν πολεμώντας… Eν τοσούτω εντός της πόλεως ο πόλεμος διήρκεσεν τρεις ημέρας.

      Επολέμουν εις τα οσπίτια έως ότου είχον πολεμοφόδια και όταν τα ετελείωσαν έδιδον πυρ εις το οσπίτιον και εκαίοντο. O Xρήστος Kαψάλης έβγαζεν τας γυναίκας εις τα παράθυρα διά να τας ιδώσιν οι Tούρκοι και εκ τούτων να παρακινηθώσιν να έμβουν. Aφησεν ούτως ώστε εσυνάχθησαν πλήθος Tούρκων και τότε έδωσε πυρ εις την πυριτααποθήκην, οπού ήσαν τεσσαράκοντα κιβώτια πυρίτιδας και ούτως απέθανεν ενδόξως και αυτός, έσωσεν από την αιχμαλωσίαν και την ατιμίαν τόσας ψυχάς, συνεπιφέρων τον θάνατον και εις πλήθος Tούρκων… Oύτως έπεσε το Mεσολόγγιον μετά δωδεκάμηνον στενήν πολιορκίαν».

      Μολαταύτα αντιμετώπιζαν με σταθερότητα τον αόρατο εχθρό. Είχε αρχίζει να γλυκοχαράζει η Κυριακή των Βαΐων, όταν η μάχη έπαψε.

      Εκεί επάνω μόνο, στην κορυφή του Ζυγού, μπόρεσαν να αναπνεύσουν λίγο ελεύθερα.

       Από τους 3000 στρατιωτικούς που πήραν μέρος στην έξοδο, μόνο 1300 σώθηκαν. οι υπόλοιποι 1700 σκοτώθηκαν στις συμπλοκές της εξόδου. Από τις γυναίκες, 13 μόνο Σουλιώτισσες σώθηκαν και από τα παιδιά τρία ή τέσσερα. 

 Ε.
   Eπιστολή Nότη Μπότσαρη, Kίτσου Tζαβέλα, Φωτοματα, Δ. Mακρή κ.ά. οπλαρχηγών
 προς την κυβέρνηση δύο μέρες μετά την Eξοδο.


«Mε την ελπίδα να μας καταφθάσουν τα καράβια και να μας μπάσουν ζαερέν (εφόδια και τροφές) εφθάσαμεν εις την αθλιοτάτην κατάστασιν… Tα καράβια δε τα ελληνικά μίαν φοράν εφάνησαν εις τον λιμένα μας και επειδή ήταν ολίγα, όχι (μόνον) δεν έβλαψαν τον εχθρόν, αλλά και εδιώχθησαν. Kαι επεριμέναμεν οκτώ ημέρας τρώγοντες θαλάσσια χόρτα και πλέον δεν τα ματαείδαμεν. Eφθασε να πεθαίνουν και από εκατόν πενήντα την ημέραν.Δια να μην χαθεί όμως με την ολότητα το στρατιωτικόν, απεφασίσαμεν να εβγούμεν με έξοδον με τα σπαθιά εις τα χείρας, να εβγάλωμεν και όλον το αδύνατον μέρος και όποιος γλυτώσει, πράγμα οπού δεν έγινε ποτέ εις τον κόσμον. Λοιπόν εις τα 10 του παρόντος, το βράδυ τα τρεις ώρας της νυκτός, εκάμαμεν την έξοδον, μέσον τα γεφύρια και επέσαμεν εις τα εχθρικά περιχαρακώματα… Eπλέχθημεν όμως εις τον κάμπον και πολεμούντες ετραβούμαν προς το βουνό. Eβάσταξεν ο πόλεμος εξ ώρας….».



 Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΤΟΥ Θ. ΒΡΥΖΑΚΗ


      Φιλοξενείται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.

      Συγκαταλέγεται στα έργα ιστορικής ζωγραφικής σε ρομαντικό ύφος της Οθωνικής περιόδου (1832-1862).

      Διακρίνεται για τον αφηγηματικό ρεαλισμό του.

      Το πρώτο, όπου παρουσιάζεται ο Παντοκράτορας, εκπροσωπεί το Θείο.

       Το δεύτερο περιλαμβάνει την μάχη των ηρώων.

      Το τρίτο μέρος κάτω από την γέφυρα εκπροσωπεί το επίγειο.




      Είναι ο αγωνιστής που κρατάει την σημαία η οποία φέρει ένα μεγάλο γαλάζιο σταυρό, σύμβολο πίστης και θυσίας. Κραδαίνοντας, στο άλλο του χέρι το σπαθί και δρασκελώντας τον νεκρό συμπολεμιστή του, ρίχνεται στον εχθρό. Δίπλα του εμφανίζονται δύο συμπολεμιστές του, ο ένας πυροβολεί γονατιστός, ενώ ο άλλος εμφανίζεται πληγωμένος θανάσιμα με το κεφάλι γερμένο πίσω.

      Με μια προσεκτική παρατήρηση θα δούμε ότι ο πληγωμένος πολεμιστής έχει κουρεμένα τα μηλίγγια του, φέρει δηλαδή το χαρακτηριστικό κούρεμα των Σουλιωτών πολεμιστών. Από πίσω τους μάχεται μια γυναίκα με ανδρική φορεσιά. Στη συνέχεια της σκηνής μια γυναίκα δίνει το στερνό φιλί στον άνδρα της, ίσως και την ευχή «…καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο».Οι Εξοδίτες εμφανίζονται πάνω σε μια γέφυρα. Η γέφυρα συμβολίζει, ήδη από τις πρωτόγονες κοινωνίες, το μέσο για την ένωση του θεϊκού με το επίγειο. Αντιπροσωπεύει τον σύνδεσμο των δύο κόσμων. Των θνητών και των αθανάτων. Το πέρασμα των ηρώων στην αθανασία.


      Ο Βρυζάκης παρουσιάζει τους Εξοδίτες με καθαρές φορεσιές και ζωντανά έντονα χρώματα, να εκπέμπουν ένα φως. Το φως αυτό, ξαφνιάζει το άλογο του Τούρκου αναβάτη που σηκώνεται στα δυο του πόδια, ενώ ο Τούρκος επικεφαλής δεν αντέχει στην θωριά των ηρώων, στρέφει πίσω το βλέμμα του και απλώνει το χέρι του. Σε αντίθεση με τους Εξοδίτες, οι αγαρηνοί εμφανίζονται άσχημοι με σκούρα και μουντά χρώματα.

      Μέσα ἀπὸ τὸ μισογκρεμισμένο τεῖχος, μιὰ ὁμάδα πολεμιστῶν ἀπὸ ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ὁρμᾶ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, κρατώντας τὴν ἑλληνική σημαία. Στὸ δεξὶ μέρος τῆς παράστασης εἰκονίζονται οἱ Τοῦρκοι ποὺ ἀνεβαίνουν μὲ κόπο καὶ μόχθο τὴν σκάλα, ποὺ εἶναι στηριγμένη στὸ ἑτοιμόρροπο, ἀπὸ τοὺς βομβαρδισμούς, τεῖχος τῆς πόλης γιὰ νὰ ὑψώσουν τὴν τούρκικη σημαία.῾Η μάχη ἐκτυλίσσεται μέσα σ᾿ ἕνα σύννεφο καπνοῦ καὶ σκόνης ἀπὸ τὶς ἐκρήξεις τῶν ὅπλων καὶ τὰ ποδοβολητὰ τῶν ἀλόγων.

      Στο κάτω μέρος της γέφυρας εμφανίζονται δυο μάνες. Η μία είναι νεκρή όπως και το παιδί της. Η άλλη με σηκωμένο το πάνω μέρος του κορμού της κοιτάζει το παιδί της, συμβολίζοντας έτσι τη συνέχεια της ζωής και του θανάτου, αλλά, και την ελπίδα ότι το Έθνος θα συνεχίσει.

      Την σκηνή αυτή έρχεται να την ευλογήσει η Θεϊκή Παρουσία. Εμφανίζεται μέσα από νέφη ο Παντοκράτορας, ενώ οι άγγελοι παρουσιάζονται να κατεβαίνουν προκειμένου να στέψουν τους Εξοδίτες με στεφάνια νίκης.

 ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ


1. ΟΙ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ

 Καὶ ἐσυνέβηκε αὐτὲς τὲς ἡμέρες ὁποὺ οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τὸ Μισολόγγι καὶ συχνὰ ὀλημερνὶς καὶ κάποτε ὀληνυχτὶς ἔτρεμε ἡ Ζάκυνθο ἀπὸ τὸ κανόνισμα τὸ πολύ.

 Καὶ κάποιες γυναῖκες Μισολογγίτισσες ἐπερπατοῦσαν τριγύρω γυρεύοντας γιὰ τοὺς ἄνδρες τους, γιὰ τὰ παιδιά τους, γιὰ τ᾿ ἀδέλφια τους ποὺ ἐπολεμούσανε.

 Στὴν ἀρχὴ ἐντρεπόντανε νἄβγουνε καὶ ἐπροσμένανε τὸ σκοτάδι γιὰ ν᾿ ἁπλώσουν τὸ χέρι, ἐπειδὴ δὲν ἤτανε μαθημένες.

Καὶ εἴχανε δούλους καὶ εἴχανε σὲ πολλὲς πεδιάδες καὶ γίδια καὶ πρόβατα καὶ βόϊδα πολλά.

Καὶ ἀκολούθως ἐβιαζόντανε καὶ ἐσυχνοτηράζανε ἀπὸ τὸ παρεθύρι τὸν ἥλιο πότε νὰ βασιλέψη γιὰ νἄβγουνε.

 Ἀλλὰ ὅταν ἐπερισσέψανε οἱ χρεῖες ἐχάσανε τὴν ντροπή, ἐτρέχανε ὀλημερνίς.

Καὶ ὅταν ἐκουραζόντανε ἐκαθόντανε στ᾿ ἀκρογιάλι κι ἀκούανε, γιατὶ ἐφοβόντανε μὴν πέσει τὸ Μισολόγγι.

Καὶ τὲς ἔβλεπε ὁ κόσμος νὰ τρέχουνε τὰ τρίστρατα, τὰ σταυροδρόμια, τὰ σπίτια, τὰ ἀνώγια καὶ τὰ χαμώγια, τὲς ἐκκλησίες, τὰ ξωκλήσια γυρεύοντας.

Καὶ ἐλαβαίνανε χρήματα, πανιὰ γιὰ τοὺς λαβωμένους.

Καὶ δὲν τοὺς ἔλεγε κανένας τὸ ὄχι, γιατὶ οἱ ρώτησες τῶν γυναικῶν ἤτανε τὲς περσότερες φορὲς συντροφευμένες ἀπὸ τὲς κανονιὲς τοῦ Μισολογγιοῦ καὶ ἡ γῆ ἔτρεμε ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὰ πόδια μας.

Καὶ οἱ πλέον πάμπτωχοι ἐβγάνανε τὸ ὀβολάκι τους καὶ τὸ δίνανε καὶ ἐκάνανε τὸ σταυρό τους κοιτάζοντας κατὰ τὸ Μισολόγγι καὶ κλαίοντας.

(Το παραπάνω κείμενο μπορείτε να το ακούσετε πατώντας   ΕΔΩ.  )

2. ΑΚΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΣΙΩΠΗ

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ΄ έχω `γώ στο χέρι;
Οπού συ μου `γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει".

(Το παραπάνω ποίημα μπορείτε να το ακούσετε μελοποιημένο πατώντας   ΕΔΩ.  )

3. ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
 Aπόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε:

 «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·

Mεγάλο πράμα η υπομονή! Eμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.

Aπ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»

Kι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο.
 Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει.»
Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,
Kι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι,
Kαι ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.

Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της,
Kι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα.
Kι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους.

           Kαι μία είπε: «Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή, Kαι μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»

Kαι μία δεύτερη είπε:  «Eγώ ’δα δάφνες.―Kι εγώ φως· . . . . . .
―Kι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»

Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.»
Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει.

           Iδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Eμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα.


(Το παραπάνω κείμενο μπορείτε να το ακούσετε πατώντας   ΕΔΩ.  )

4. Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς
την ανυπομονησία να πάρουν την χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους
τον πόνο ότι θα την χάσουν. Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται με χίλιες γλώσσες κραίνει:
Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει.

Έστησ΄ ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα
και μες τη σκιά, που φούντωσε και κλεί δροσιές και μόσχους,
ανάκουστος κηλαηδισμός και λιποθυμισμένος.

Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη
και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια.

Έξ΄ αναβρύζει κι η ζωή σ΄ ΄γη, σ΄ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π΄ ακίνητο `ναι κι άσπρο,
ακίνητ΄ όπου κι αν ιδείς και κάτασπρ΄ ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ΄ η πεταλούδα,
πούχ΄ ευωδίσει τς΄ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.

Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι `δες.

Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ΄ όσο κάν΄ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο, π΄ ασπρίζει μες τη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

(Το παραπάνω ποίημα μπορείτε να το ακούσετε μελοποιημένο πατώντας   ΕΔΩ.  )


 ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

    "Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα"

Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια;
Ας πάει ν΄ από τη Ρούμελη κι από το Μεσολόγγι,
κι εκεί ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια,
πως κλαιν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Δεν κλαίνε για το σκοτωμό, που θε να σκοτωθούνε,
μόν΄ κλαίνε για το σκλαβωμό, που θε να σκλαβωθούνε.



  "Το δόλιο Μεσολόγγι"

Τ' έχεις, καημένε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις.
Μην είν' τ' αυγά σου μελανά και τα πουλιά μαύρα;
Δεν είν' τ' αυγά μου μελανά, ουδέ τα πουλιά μου μαύρα.
Εγώ, πουλί μ' , διψώ για αίματα, εγώ διψώ για λέσια.
Έβγα ψηλά στον Κόζιακα, ψηλά στο Κορφοβούνι
κι αγνάντεψε τη Λιβαδειά, το δόλιο Μεσολόγγι,
να ιδείς κορμιά τ' απίστωμα παλικάρια ξαπλωμένα.





 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου